οσμίζομαι


οσμίζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
οσμίζομαι οσμή

Ερμηνεία
ρήμα οσμίζομαι

✦ οσφραίνομαι, μυρίζω
(μτφ. ) διαισθάνομαι, παίρνω είδηση: υπάρχουν, βέβαια, και οι ταλαντούχοι της διαίσθησης, οι προικισμένοι, οι δεξιοτέχνες που θαρρείς ότι οσμίζονται τη νάρκη από απόσταση, σαν γυμνασμένα σκυλιά (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.