ορφισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ορφισμός Ορφεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ορφισμός
✦ η μυστικοπαθής θρησκευτική τάση που εκφράζεται στα ορφικά ποιήματα
✦ (γαλλικά orphisme) μια από τις τάσεις της αφηρημένης ζωγραφικής, που ξεκίνησε από τον κυβισμό και απέβλεπε, κυρίως, στη ρυθμική διάταξη του χρώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–