οπισθοχώρηση
Προφορά
Ετυμολογία
οπισθοχώρηση οπισθοχωρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οπισθοχώρηση
✦ κίνηση προς τα πίσω, υποχώρηση
✦ (στρατιωτ.) σκόπιμη ή αναγκαία εγκατάλειψη κατεχόμενης θέσης και κίνηση προς τα πίσω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προχώρηση
Επιρρήματα
–