οπή


οπή
Προφορά

Ετυμολογία
οπή αρχαία ελληνική ὀπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οπή

✦ κάθε άνοιγμα σε επιφάνεια, τρύπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.