οπάλιο


οπάλιο
Προφορά

Ετυμολογία
οπάλιο μεταγενέστερη ελληνική ὀπάλλιος (ὁ)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το οπάλιο

✦ είδος πολύτιμου λίθου με μεταβαλλόμενους ιριδισμούς: κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο, θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.