οδοντοθεραπευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
οδοντοθεραπευτικός οδοντοθεραπεία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οδοντοθεραπευτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην οδοντοθεραπεία
✦ θηλ. η οδοντοθεραπευτική ως ουσ., κλάδος της ιατρικής που μελετά τους τρόπους θεραπείας των αρρωστημένων δοντιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–