ξανάστροφος
Προφορά
Ετυμολογία
ξανάστροφος μεσαιωνική ελληνική (ἐ)ξανάστροφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξανάστροφος -η, -ο
✦ ανάστροφος, ανάποδος
✦ θηλ. ξανάστροφη ως ουσ., η ανάστροφη όψη, πλευρά ενός πράγματος, η ανάποδη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ξανάστροφα:ποτήρι και ξανάστροφα το κρέμει ο Δίας για να χυθεί τ’ ονειροφώς πλημμύρα (Κ. Καρυωτάκης)