ξαναμμένος
Προφορά
Ετυμολογία
ξαναμμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ξανάβω
Ερμηνεία
ξαναμμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. φουντωμένος, αναψοκοκκινισμένος: τα πρόσωπα των παιδιών λάμπανε ξαναμμένα (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–