να
Προφορά
Ετυμολογία
να μεσαιωνική ελληνική νά
Ερμηνεία
να
✦ με τον σκοπό
✦ (υποθετικός) αν
✦ (αιτιολογικός) διότι, που
✦ (εναντιωματικός) και αν ακόμη
✦ (χρονικός) όταν, άμα
✦ (ειδικός) ότι, πως, που
✦ (δηλωτικός ευχής ή κατάρας) μακάρι, είθε
✦ δηλωτικός προσταγής, απαγόρευσης, προτροπής, ερώτησης ή απορίας. 2. δεικτικό μόριο (μσν. νά ✦ φρ. να τα μας…, (δηλωτική δυσάρεστης έκπληξης), αυτό ήταν αναπάντεχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–