νάζι


νάζι
Προφορά

Ετυμολογία
νάζι └τουρκ┘naz

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νάζι

✦ προσποίηση, φιλάρεσκος ακκισμός, κάμωμα: τα νάζια, τις μαριολές και τα καμώματα, αυτά τα ξέρει από φυσικό του κάθε θηλυκό (Β. Ρώτας) – στητή, χαμηλοβλέφαρη, περπατησιά όλο νάζι (Μ. Μαλακάσης)
✦ φρ. κάνει νάζια, καμώνεται ότι δε θέλει

Συνώνυμα
σκέρτσο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.