μνήμη
Προφορά
Ετυμολογία
μνήμη αρχαία ελληνική μνήμη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μνήμη
✦ η ικανότητα του νου να συγκρατεί, να μην ξεχνά, το μνημονικό
✦ φρ. από μνήμης, χωρίς τη βοήθεια σημειώσεων, απέξω ά. από στήθους
✦ ανάμνηση: των Αρχαίων η μνήμη ψευτοφέγγει (Κ. Παλαμάς) – θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω (Κ. Καβάφης)
✦ (ηλεκτρον.) τμήμα της κεντρικής μονάδας ηλεκτρονικού υπολογιστή όπου με εντολή του χρήστη αποθηκεύονται οι πληροφορίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–