μεσεγγυήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
μεσεγγυήτρια μέσος + εγγυητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεσεγγυήτρια
✦ θηλ. μεσεγγυήτρια (νομ.) πρόσωπο που αναλαμβάνει τη φύλαξη επίδικου πράγματος ωσότου να ληφθεί η σχετική απόφαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–