μαγνητισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μαγνητισμός μαγνητίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαγνητισμός
✦ η ελκτική δύναμη του μαγνήτη
✦ το σύνολο των φαινομένων που παράγονται από τη δύναμη αυτή
✦ κλάδος της φυσικής που μελετά τους μαγνήτες και τις ιδιότητές τους
✦ (μτφ. ) μυστηριώδης επιβολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–