μαγγανεία
Προφορά
Ετυμολογία
μαγγανεία αρχαία ελληνική μαγγανεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαγγανεία
✦ θαυματοποιία, μαγεία με τη χρήση μαγικών φίλτρων, βοτάνων ή φαρμάκων
✦ απάτη με διάφορα μέσα
✦ (μτφ. ) μαγεία, γοητεία: θα βυθίζονται ηδονικά στη μαγγανεία της μαγεμένης πολιτείας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–