λιακό


λιακό
Προφορά

Ετυμολογία
λιακό αρχαία ελληνική ἡλιακόν, └ουδ┘ του επιθέτου ἡλιακός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λιακό

✦ το μπαλκόνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.