ληξιαρχείο
Προφορά
Ετυμολογία
ληξιαρχείο μεταγενέστερη ελληνική ληξιαρχεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ληξιαρχείο
✦ ειδικό δημόσιο γραφείο όπου τηρούνται βιβλία στα οποία καταχωρίζονται τα γεγονότα που αναφέρονται στην αστική κατάσταση των πολιτών (γάμοι, γεννήσεις κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–