λαμπιδούσα
Προφορά
Ετυμολογία
λαμπιδούσα λάμπω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαμπιδούσα
✦ το φυτό λαμπηδόνα: τη λαμπιδούσα την ήξερα από τη θεία μου: είναι ένα μαγικό λουλούδι που κάνει χρυσάφι ό,τι αγγίξει και που φέγγει τη νύχτα πάνω στα βουνά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–