λαμπρύνω


λαμπρύνω
Προφορά

Ετυμολογία
λαμπρύνω αρχαία ελληνική λαμπρύνω

Ερμηνεία
ρήμα λαμπρύνω

✦ κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό: ο ήλιος έγειρε πάνω απ’ το βουνό, λαμπρύνοντας το παλάτι (Μ. Καραγάτσης)
(μτφ. ) προσδίδω αίγλη: η παρουσία σας λαμπρύνει τη συγκέντρωσή μας

Συνώνυμα

Αντίθετα
θαμπώνω ,σκιάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.