λαδιάρης


λαδιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
λαδιάρης λάδι

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαδιάρης -α, -ικο

✦ αυτός που λαδώνεται, που δωροδοκείται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.