λαζουλίτης
Προφορά
Ετυμολογία
λαζουλίτης └αγγλ┘- └γαλλ┘ lazulite
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαζουλίτης
✦ φωσφορικό ορυκτό του σιδήρου, μαγνησίου και αλουμινίου, με μπλε χρώμα που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–