λάκκος
Προφορά
Ετυμολογία
λάκκος αρχαία ελληνική λάκκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λάκκος
✦ βαθύ κοίλωμα ή άνοιγμα του εδάφους
✦ βόθρος
✦ τάφος
✦ φρ. κάτι λάκκο έχει η φάβα, κάτι ύποπτο συμβαίνει – του σκάβει το λάκκο του, τον υπονομεύει, προσπαθεί να τον αφανίσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–