κύβος
Προφορά
Ετυμολογία
κύβος αρχαία ελληνική κύβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κύβος
✦ κανονικό εξάεδρο με τετράγωνες ίσες πλευρές
✦ το ζάρι
✦ φρ. ερρίφθη ο κύβος, παίρνω ριψοκίνδυνη απόφαση ύστερα από δισταγμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–