κυκεώνας


κυκεώνας
Προφορά

Ετυμολογία
κυκεώνας αρχαία ελληνική κυκεών (= ποτό από ανάμιξη οίνου, κριθαλεύρου και τριμμένου τυριού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κυκεώνας

✦ σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, γνωμών, τάσεων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.