κρυφτούλι
Προφορά
Ετυμολογία
κρυφτούλι υποκοριστικό του ουσιαστικού κρυφτό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρυφτούλι
✦ το κρυφτό (βλ. λ.)
✦ φρ. παίζω το κρυφτούλι, προσπαθώ να αποκρύψω ενέργειες ή συναισθήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–