κρουστός
Προφορά
Ετυμολογία
κρουστός κρούω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κρουστός -ή, -ό
✦ που παίζεται με κρούση
✦ πυκνοϋφασμένος: πανί κρουστό – ω, τα κρουστά πώς ανασήκωνες μετάξια (Μ. Μαλακάσης)
✦ (γεν.) πυκνός, αδρός: κρουστό χαρτί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–