κουλέρ λοκάλ
Προφορά
Ετυμολογία
κουλέρ λοκάλ └γαλλ┘ couleur locale (= τοπικό χρώμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κουλέρ λοκάλ
✦ το σύνολο των εξωτερικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν πρόσωπα και πράγματα ενός τόπου σε ορισμένη χρονική περίοδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–