κουλάρω


κουλάρω
Προφορά

Ετυμολογία
κουλάρω └αγγλ┘cool

Ερμηνεία
ρήμα κουλάρω

✦ ηρεμώ, χαλαρώνω: απρόθυμος για οτιδήποτε άλλο… άδραξα το τηλεχειριστήριο και άρχισα να περιοδεύω από κανάλι σε κανάλι, αναζητώντας κάτι που θα με κουλάρει (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.