κοροϊδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
κοροϊδεύω κορόιδο
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοροϊδεύω
✦ εμπαίζω, περιγελώ: μην κοροϊδεύεις, γιατί μπορεί να πάθεις τα ίδια
✦ εξαπατώ: κάτι αετονύχηδες κοροϊδέψανε τον άνθρωπο και του φάγανε τα λεφτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–