κορτάκιας


κορτάκιας
Προφορά

Ετυμολογία
κορτάκιας κόρτε

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κορτάκιας

✦ αυτός που του αρέσει να φλερτάρει, ερωτιάρης, ερωτύλος: ο πάντα εύθυμος… γυναικάς και κορτάκιας (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.