κεντρομόλος
Προφορά
Ετυμολογία
κεντρομόλος κέντρον + αρχαία ελληνική μολεῖν του αορ. ἔμολον του βλώσκω (= έρχομαι)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κεντρομόλος -ος, -ο
✦ ο φερόμενος από την περιφέρεια προς το κέντρο: κεντρομόλος δύναμη (η αναπτυσσόμενη σε σώμα που κινείται σε κυκλική τροχιά και έχει φορά προς το κέντρο)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φυγόκεντρος, κεντρόφυγος
Επιρρήματα
–