κελαηδώ
Προφορά
Ετυμολογία
κελαηδώ αρχαία ελληνική κελαδῶ, με επίδραση του └ουσ┘ αηδόνι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κελαηδώ -άς, -ά
✦ (για πουλιά) άδω, ψάλλω: οπού ξυπνούν οι πέρδικες και κελαηδούν τ’ αηδόνια (Κ. Κρυστάλλης)
✦ (μτφ. ) φλυαρώ ευχάριστα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–