κεκτημένος


κεκτημένος
Προφορά

Ετυμολογία
κεκτημένος μτχ. του κέκτημαι

Ερμηνεία
κεκτημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει αποκτηθεί και διατηρείται: κεκτημένα δικαιώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.