κελαηδισμός


κελαηδισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κελαηδισμός κελαηδώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κελαηδισμός

✦ βλ. κελάηδημα: ανάκουστος κελαηδισμός και λιποθυμισμένος (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.