καυστήρας
Προφορά
Ετυμολογία
καυστήρας αρχαία ελληνική καυστήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καυστήρας
✦ εργαλείο καυτηριάσεως
✦ (τεχν.) συσκευή στην οποία, μετά την ανάμιξη με τον αέρα ή οξυγόνο, συντελείται η καύση υγρού ή αερίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–