κάτω
Προφορά
Ετυμολογία
κάτω αρχαία ελληνική κάτω
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ κάτω
✦ χαμηλά
✦ νοτιότερα
✦ προς την πεδιάδα ή προς την παραλία
✦ (σε συνεκφορά με αριθμό) λιγότερο
✦ φρ. τον έβαλε κάτω, τον νίκησε, τον ξεπέρασε – πάνω κάτω, περίπου – στο κάτω κάτω ή στο κάτω της γραφής, επιτέλους, στην έσχατη περίπτωση ή σε τελευταία ανάλυση
✦ εύχρ. κ. ως επιφώνημα αποδοκιμασίας: κάτω ο πόλεμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άνω, επάνω ,ζήτω
Επιρρήματα
–