κατατρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
κατατρέχω αρχαία ελληνική κατα-τρέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατατρέχω
✦ καταδιώκω
✦ προσπαθώ να βλάψω κάποιον, να αδικήσω: τους ήρεμους και τους καλούς και τους κατατρεγμένους (Κ. Ουράνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–