καταστρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
καταστρώνω αρχαία ελληνική καταστρώννυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταστρώνω
✦ (μτφ. ) καταρτίζω, συντάσσω σε όλες τις λεπτομέρειες (σχέδιο, πρόγραμμα κτλ.): κατάστρωσε απλά και καθαρά το σχέδιο της υπεράσπισης (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–