κατακλύζω


κατακλύζω
Προφορά

Ετυμολογία
κατακλύζω αρχαία ελληνική κατακλύζω

Ερμηνεία
ρήμα κατακλύζω

✦ γεμίζω ή σκεπάζω με νερό, πλημμυρίζω
(μτφ. ) γεμίζω σαν πλημμύρα: χιλιάδες θεατές είχαν κατακλύσει τις κερκίδες του σταδίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.