κατακλυσμός
Προφορά
Ετυμολογία
κατακλυσμός αρχαία ελληνική κατακλυσμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κατακλυσμός
✦ κάλυψη της επιφάνειας της γης με νερό
✦ ραγδαία βροχή που προκαλεί πλημμύρες: και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση (Μ. Μαλακάσης)
✦ (μτφ. ) μεγάλη αφθονία
✦ φρ. φέρνει τον κατακλυσμό, παρουσιάζει τα πράγματα ως εξαιρετικά δύσκολα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–