καταδότης


καταδότης
Προφορά

Ετυμολογία
καταδότης καταδίδω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταδότης

✦ θηλ. καταδότρα κ. καταδότρια πρόσωπο που καταδίδει

Συνώνυμα
προδότης, σπιούνος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.