καταδίκη
Προφορά
Ετυμολογία
καταδίκη αρχαία ελληνική καταδίκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταδίκη
✦ κύρωση που επιβάλλει το δικαστήριο για παράβαση νόμου, απόφαση που καθορίζει ποινή
✦ (μτφ. ) μεγάλη δοκιμασία, μαρτύριο: αυτή δεν ήταν δουλειά, ήταν καταδίκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–