κατάθεση


κατάθεση
Προφορά

Ετυμολογία
κατάθεση μεταγενέστερη ελληνική κατάθεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατάθεση

✦ απόθεση, καταβολή
✦ παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό και το σχετικό ποσόν: έχει καταθέσεις στο ταμιευτήριο
✦ κατάθεση όπλων, συνθηκολόγηση
✦ κατάθεση εντολής, παραίτηση από αναληφθείσα εντολή
✦ μαρτυρία στο δικαστήριο ή στην ανάκριση: υπάρχουν πολλές επιβαρυντικές καταθέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.