καθοδηγήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
καθοδηγήτρια καθοδηγώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καθοδηγήτρια
✦ θηλ. καθοδηγήτρια πρόσωπο που καθοδηγεί, κατευθύνει τη δραστηριότητα άλλων, ελέγχει την εκτέλεση αποστολής, έργου κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–