καθιστικό


καθιστικό
Προφορά

Ετυμολογία
καθιστικό └ουδ┘ του επιθέτου καθιστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καθιστικό

✦ το δωμάτιο όπου καθόμαστε συνήθως στο σπίτι, το λίβινγκ ρουμ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.