καθαρός
Προφορά
Ετυμολογία
καθαρός αρχαία ελληνική καθαρός (= καθαρισμένος)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καθαρός -ή, -ό
✦ ο χωρίς ρύπους, κηλίδες, παστρικός
✦ ανόθευτος, αγνός
✦ σαφής, ευδιάκριτος
✦ ανέφελος, αίθριος
✦ ευανάγνωστος
✦ διάφανος, διαυγής
✦ υγιεινός
✦ (για πρόσ.) που αγαπά την καθαριότητα
✦ (μτφ. ) άσπιλος, αναμάρτητος
✦ ουδ. καθαρό ως ουσ., καθαρογραμμένο αντίγραφο πρόχειρου πρωτοτύπου
✦ πληθ. ουδ. καθαρά ως ουσ., το ποσό που εισπράττει κάποιος αφού αφαιρεθούν οι νόμιμες κρατήσεις: πόσα παίρνεις καθαρά;
✦ (γραμμ.) καθαρό α, χαρακτηρίζεται ως καθαρό το α στο τέλος της λέξης, όταν πριν απ’ αυτό υπάρχει φωνήεν ή ρ
✦ καθαρό κέρδος, το κέρδος μετά την αφαίρεση των εξόδων – καθαρό βάρος, το βάρος εμπορεύματος μετά την αφαίρεση του απόβαρου
✦ φρ. τη βγάζω καθαρή, αποφεύγω τις συνέπειες, γλιτώνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βρόμικος, λερωμένος ,μολυσμένος, μιασμένος ,συγκεχυμένος ,θολός, σκοτεινιασμένος ,αδιάβαστος ,θολός, θαμπός
Επιρρήματα
καθαρά (Κ καθαρώς)