καβουρντίζω
Προφορά
Ετυμολογία
καβουρντίζω kavurdim, αόρ. του τούρκικου ρήματος kavurmak
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καβουρντίζω
✦ τσιγαρίζω
✦ ξεροψήνω
✦ (συνεκδ.) κατακαίω: καβουρντίστηκε, καθισμένη τόσες ώρες στον ήλιο
✦ (μτφ. ) βασανίζω: τον καβουρντίζει η μέγαιρα
Συνώνυμα
ψήνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–