κάλπισσα


κάλπισσα
Προφορά

Ετυμολογία
κάλπισσα └τουρκ┘kalp

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάλπισσα

✦ θηλ. κάλπισσα απατεώνας, άνθρωπος αναξιόπιστος: ψεύτη, κάλπη, υποκριτή (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.