κάλπη


κάλπη
Προφορά

Ετυμολογία
κάλπη αρχαία ελληνική κάλπη (= δοχείο για εναπόθεση τέφρας νεκρού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κάλπη

✦ ειδικό κιβώτιο, όπου ρίχνονται τα ψηφοδέλτια στις εκλογές: σημαντικό ποσοστό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων δεν προσήλθε στις κάλπες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.