κάθαρση
Προφορά
Ετυμολογία
κάθαρση αρχαία ελληνική κάθαρσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κάθαρση
✦ καθαρισμός, απαλλαγή από ξένες ή βλαβερές ουσίες
✦ απομόνωση πλοίων, ατόμων, εμπορευμάτων όταν προέρχονται από χώρα όπου υπάρχει επιδημία, καραντίνα: υγειονομική κάθαρση
✦ (μτφ. ) ηθικός εξαγνισμός για να καταστεί κάποιος άξιος να εισέλθει σε ιερό τόπο ή να εξιλεωθεί για έγκλημα που διέπραξε
✦ (μτφ. ) η λ. χρησιμοποιείται επίσης στην πολιτική για να χαρακτηρίσει ενέργειες που αποσκοπούν στην απομάκρυνση από τα δημόσια λειτουργήματα αυτών που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους διέπραξαν αξιόποινες πράξεις
✦ ψυχική λύτρωση: η δουλειά του ποιητή… είναι να μας προσφέρει την ποιητική κάθαρση με τα πάθη και τους στοχασμούς που αισθάνεται μέσα του (Γ. Σεφέρης)
✦ στη δραματική τέχνη, το αίσθημα οίκτου και ελέους που προξενούν στους θεατές τα παθήματα του τραγικού ήρωα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–