ισόβιος
Προφορά
Ετυμολογία
ισόβιος μεταγενέστερη ελληνική ἰσόβιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ισόβιος -ια, -ιο
✦ που διαρκεί σε όλη τη ζωή: ισόβια τυραννία
✦ τα ισόβια (ενν. δεσμά), ποινή κάθειρξης για όλη τη διάρκεια της ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ισόβια (Κ ισοβίως)